- πολυμηχανία
- και πολυμηχανίη, ἡ, Α [πολυμήχανος]η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμηχανία — πολυμηχανίᾱ , πολυμηχανία resourcefulness fem nom/voc/acc dual πολυμηχανίᾱ , πολυμηχανία resourcefulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίᾳ — πολυμηχανίαι , πολυμηχανία resourcefulness fem nom/voc pl πολυμηχανίᾱͅ , πολυμηχανία resourcefulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίας — πολυμηχανίᾱς , πολυμηχανία resourcefulness fem acc pl πολυμηχανίᾱς , πολυμηχανία resourcefulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίαν — πολυμηχανίᾱν , πολυμηχανία resourcefulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίην — πολυμηχανία resourcefulness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίῃσι — πολυμηχανία resourcefulness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)